- σφωΐτερος
- (I)-τέρα, -ον, Α1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β' προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.)2. (και για το β' εν. πρόσ.) ο δικός σου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. -τερος (πρβλ. ἡμέ-τερος)].————————(II)-τέρα, -ον, Α1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφωέ, αντων. γ' προσ. δυϊκ. αριθ.) αυτός που ανήκει σε αυτούς τους δύο, ο δικός τους2. αντί τής κτητ. αντων. σφέτερος, -τέρα, -ον3. (και για το γ' εν. πρόσ.) ο δικός του.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφωέ/σφωϊν (βλ. λ. σφεῖς) + κατάλ. -τερος (πρβλ. σφέ-τερος)].
Dictionary of Greek. 2013.